μπιλιέτο

μπιλιέτο
το
1. πρόχειρο σημείωμα σε μικρό φύλλο χαρτιού
2. επισκεπτήριο, επισκεπτήρια κάρτα
3. εισιτήριο συγκοινωνίας ή θεάματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. biglietto (βλ. λ. μπίλια)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπιλιέτο — το (λ. ιταλ.) 1. το επισκεπτήριο, η κάρτα. 2. πρόχειρο σημείωμα: Ο άντρας της έμαθε την παράνομη σχέση της όταν βρήκε ένα μπιλιέτο του εραστή της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπιλιετάκι — το [μπιλιέτο] μικρό μπιλιέτο …   Dictionary of Greek

  • επισκεπτήριο — το κάρτα με τυπωμένο το ονοματεπώνυμο (ή και τον τίτλο, τη διεύθυνση, τον αριθμό τηλεφώνου κτλ.) αυτού που το χρησιμοποιεί, καρτ ντε βιζίτ, μπιλιέτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”